Literaire
ThinKscape Study 1 (no concept)
pastel Bassò... 2010 |
Όνειρα
1.
Ηκολούθην παροπίσω
Εβαδίζαμε – εβιαζόμην – διαγκωνιζόμενος ματαίως στην πρώτη αράδα. Επονούσα. Και δεν ήξερα γιατί – ούτε να σκεφτώ να μακρύνω απ' το κοπάδι. Αλλ' επονούσα – όλο και πιότερο πονούσα – όλος πονούσα – από τα μάτια ωσο τις φτέρνες. Εβαδίζαμε και δεν ήξερα.
Εμπροστάρης, λέει, να μείνω – πιονιέρος – κεφαλή. Καθότι αυτό από μικρός διδάχτηκα – την προπορεία να κυνηγώ – και της ομάδος να προέχω. Αλλά πονούσα – όλος πονούσα – όλο και πιότερο – της πρώτης αράδας η πάχνη με μαστίγωνε – μια παγωμένη άγνοια – ένα ψυχρό τίποτε. Το τίποτε μπροστά μας.
Εβαδίζαμε – εβιαζόμην – διαγκωνιζόμενος ματαίως στην πρώτη αράδα. Επονούσα. Και δεν ήξερα γιατί – ούτε να σκεφτώ να μακρύνω απ' το κοπάδι. Αλλ' επονούσα – όλο και πιότερο πονούσα – όλος πονούσα – από τα μάτια ωσο τις φτέρνες. Εβαδίζαμε και δεν ήξερα.
Εμπροστάρης, λέει, να μείνω – πιονιέρος – κεφαλή. Καθότι αυτό από μικρός διδάχτηκα – την προπορεία να κυνηγώ – και της ομάδος να προέχω. Αλλά πονούσα – όλος πονούσα – όλο και πιότερο – της πρώτης αράδας η πάχνη με μαστίγωνε – μια παγωμένη άγνοια – ένα ψυχρό τίποτε. Το τίποτε μπροστά μας.
Δεν σταματά ποτέ η
πορεία – η πίστη της αδιαπραγμάτευτη
– το συνεχές της αδιάρρηκτο – και η
δική μου η προσφορά τί χρώμα νάχει; Άλυκο
θα τό θελα – επαναστατικό – με παλμό
ρήξης – συντονισμού ιδιοσυχνότητος
και κατεδάφισης παλαιοδομών. Μα ο πόνος
μού ψιθύρισε το άχρωμο της παρουσίας
μου – χρώμα, βλέπεις, είναι το αναπάντεχο
– κι εσύ κανένα δεν εξέπληξες – καμμία
θηλυκή ματιά δεν έσκιαξες για έρωτα –
δεν μάκρυνες από τα πρώτα θρανία – ούτε
ένα βήμα πίσω – ούτε μια εποχή.
Δεν άντεξα τα λόγια του – πονούσα ήδη πριν μου πεί – φαντάσου τώρα! Και γονατισα – έμεινα πίσω – πίσω πολύ έμεινα – μέχρι που σχεδόν τους έχασα απ' τα ματια – μονο λιγο τις φλυαρίες τους. Γιατί εφλυάρουν. Μέσα στη μέθη της προπορείας δεν μου έγιν' αισθητό – εφλυάρουν. Ναι τωρα τους ακουγα – ποιος ξερει τί λεγαμε – κι εγω θα φλυαρούσα – δεν υπάρχει αμφιβολία ότι φλυαρούσα – τώρα τους άκουγα – ακατανόητο βουητό – τί γελοίο.
Αποφάσισα. Ηκολούθην έκτοτε παροπίσω βουβός – και ησθανόμην ζων – και εγνωρίσθην με παίδες και κορασίδες και με νύμφες των αγρών – και σιωπηλα όλα τα όντα μού εμειδίων και μου εδίδοντο – γελαστά μου εδίδοντο – Δωρεάν – και νοιώθαμε όλοι τόσο καλά με τη θωπεία της απραξίας. Και δεν επόνουν πλέον.
Δεν άντεξα τα λόγια του – πονούσα ήδη πριν μου πεί – φαντάσου τώρα! Και γονατισα – έμεινα πίσω – πίσω πολύ έμεινα – μέχρι που σχεδόν τους έχασα απ' τα ματια – μονο λιγο τις φλυαρίες τους. Γιατί εφλυάρουν. Μέσα στη μέθη της προπορείας δεν μου έγιν' αισθητό – εφλυάρουν. Ναι τωρα τους ακουγα – ποιος ξερει τί λεγαμε – κι εγω θα φλυαρούσα – δεν υπάρχει αμφιβολία ότι φλυαρούσα – τώρα τους άκουγα – ακατανόητο βουητό – τί γελοίο.
Αποφάσισα. Ηκολούθην έκτοτε παροπίσω βουβός – και ησθανόμην ζων – και εγνωρίσθην με παίδες και κορασίδες και με νύμφες των αγρών – και σιωπηλα όλα τα όντα μού εμειδίων και μου εδίδοντο – γελαστά μου εδίδοντο – Δωρεάν – και νοιώθαμε όλοι τόσο καλά με τη θωπεία της απραξίας. Και δεν επόνουν πλέον.
2. Μελετώντας το
Βασίλειο
Μελετώντας το βαθύ
Βασίλειο – φόβος μεγάλος να 'μπλακείς
– στο πλέγμα πού 'χει στήσει το μηδέν –
να πιάνει πνοές σαν ψάρια. Κι αποκάτω
το κατακάδι με τα στοιβαγμένα μέλη –
ρούχο φρικτό και στιβαρό για το κενό
ραμμένο – αναπέμπει εκπνοές ασυναίσθητες
πια – των εθελοντών που είπαν το ναι
στη Χάρυβδη. Κι αν κάποιο πρωί απο ψηλά
– πέρ’ απ’ τα κόκκινα όρια του γέλιου
– καταδεχθεί κανένα πνεύμα και βουτήξει
προς του Βασιλείου το βυθό – πάλι θα το
σταυρώσουν κατά τον αυστηρό τους νόμο
– οι ανυποψίαστοι. Τί κρίμα, τί εγκληματική
αμέλεια των υπευθύνων – τί σκληρότης
της αληθείας, τί αλήτικη φάρσα των
εντεταλμένων και των επιστατών! – Ή
μήπως όλα αυτά τα σκάρωσαν εκείνοι οι
παλαιοί αγγέλοι που μ’ αγαπούν – έτσι
να με πειράξουν;
3. Όρτσα
Κατεπάνω στον άνεμο -
νοιώθω τη θάλασσα πιο μπλέ - νόστιμο τον
αέρα. Το νησί πλησιάζει πιο ποθητό. Δεν
μου εζήτει πολλά η ζωή για να λάμψει -
μόνο ένα πανί να βαστήξω γερά. Γερά.
Θα το νόμιζες το ωραιότερο όνειρο – μαγεμένος από τη δυναμική του παράδοξου – κόντρα στον καιρό – πόσο παράδοξο – να νικάς το πρώτο επίστρωμα της λογικής. Αυτό είναι το όρτσα – ένα άνοιγμα προς το απίθανο – ένα γούρλωμα της αντίληψης – μια λογική τρέλα.
Μας ετίναξε μια σπηλιάδα του Θεού – η καρένα σχεδόν βγήκε από το κύμα – ήπια μια γουλιά αλμυρή – πουθενά ο φόβος. Όρτσα – ούριες βολές δεν τις θέλει σήμερα το μεράκι – όρτσα εκεί στο φάρο. Γιατί η Νύχτα πέφτει – μάταια οι φάροι αστράψαν – όρτσα ο δρόμος μου, όπου κι αν είναι.
Θα το νόμιζες το ωραιότερο όνειρο – μαγεμένος από τη δυναμική του παράδοξου – κόντρα στον καιρό – πόσο παράδοξο – να νικάς το πρώτο επίστρωμα της λογικής. Αυτό είναι το όρτσα – ένα άνοιγμα προς το απίθανο – ένα γούρλωμα της αντίληψης – μια λογική τρέλα.
Μας ετίναξε μια σπηλιάδα του Θεού – η καρένα σχεδόν βγήκε από το κύμα – ήπια μια γουλιά αλμυρή – πουθενά ο φόβος. Όρτσα – ούριες βολές δεν τις θέλει σήμερα το μεράκι – όρτσα εκεί στο φάρο. Γιατί η Νύχτα πέφτει – μάταια οι φάροι αστράψαν – όρτσα ο δρόμος μου, όπου κι αν είναι.
Bassò... 22 Μαΐου 1999
No comments:
Post a Comment