Monday, January 27, 2020

Μπλέξαμε!




O σύγχρονος «Εργοδότης»: Ένας όρος που αποτελεί ένα πονηρό λάθος από όπου και αν τον εξετάσεις. Η Εργοδοσία, αρχαία σύνθετη λέξη [έργο+δίδωμι]. Στην εργασιακή συμφωνία τής μαζικής παραγωγής, κάποιος (ο εργάτης) προσφέρει την ικανότητά του για εργασία και «κάποιος άλλος» υποτίθεται ότι δίνει σε αντάλλαγμα το αντίτιμο της αξίας αυτής τής εργασίας.

Ποιός από τους δύο είναι ο εργοδότης; Ποιός δίνει έργο; Ο εργάτης. Αυτός ο «κάποιος άλλος» τί δίνει; Χρήματα. Ο στόχος του είναι να συμπληρώσει το πολύ σημαντικό και αναντικατάστατο τμήμα τής παραγωγικής του γραμμής. Το τμήμα τού ανθρωπίνου έργου, χωρίς το οποίο είναι αδύνατον να λειτουργήσει το σύστημα παραγωγής, αλλά είναι αδύνατο και να αποκομίσει κέρδος αυτός ο «κάποιος άλλος» . Στα αγγλικά, αυτός που εμείς κακώς ονομάζουμε εργοδότη, λέγεται σωστά «employer». Και προέρχεται από το ρήμα «employ», η άμεση σημασία τού οποίου είναι «χρησιμοποιώ-μεταχειρίζομαι». Απώτερη ετυμολογική πηγή τού οποίου είναι το λατινικό «implicāre» που σημαίνει εμπλέκω. Την ίδια λέξη, με την ίδια ετυμολογία χρησιμοποιούν και οι Γάλλοι. 

 

 

Στην Ελλάδα, ο όψιμος πονηρούλης αστός επέλεξε να ευλογήσει τα γένια του. Βρήκε το αρχαίο όνομα «εργοδότης», που στην αρχαία οικονομία, αλλά και στις πιο πρόσφατες προβιομηχανικές εποχές, σήμαινε τον πελάτη τού οικοτέχνη, αυτόν δηλαδή που έδινε παραγγελίες στον ανεξάρτητο τεχνίτη, ο οποίος, αντίθετα με τον σημερινό εργάτη, κατείχε τα μέσα παραγωγής του. Τον επιφύλαξε αυτό τον όρο ο Έλληνας αστός για τον εαυτό του, για να υπογραμμίσει την χάρη που μας κάνει να μας «δίδει εργασία». Απέκρυπτε έτσι από τους νιοφερμένους επαρχιώτες εργάτες του, ότι εκείνοι ήταν που στην πραγματικότητα προσέφεραν ζωντανή εργασία και ότι το αντίτιμο που τους έδινε γι' αυτήν, δεν αντιστοιχούσε με την αξία που εκείνοι παρήγαγαν. Αυτός ο «κάποιος άλλος», λοιπόν - ο καπιταλιστής - είχε περάσει στην Ιστορία τής εργασίας στην Ελλάδα ως ο αξιότιμος και αναντικατάστατος «εργοδότης»,  χωρίς τον οποίον ο εργάτης θα ήταν ένα τίποτε. Ακόμη και με την επιλογή τού ονόματός του, δηλαδή, επέβαλε τον ρόλο που όλοι οι καπιταλιστές τού κόσμου προσπαθούσαν να πείσουν ότι είχαν, των αρίστων σωτήρων, που πρόσφεραν ζωή σε έτσι κι αλλοιώς χαμένα άβουλα υποκείμενα, όπως εκείνοι αντιλαβάνοντο τούς εργάτες. «Εργασιοδότες», δηλαδή, αν θέλαμε να είμαστε πιο σωστοί. Θέλουμε όμως;

 
 


Στις χώρες όπου η βιομηχανική επανάσταση γεννήθηκε και πραγματοποιεί ολόκληρο τον κύκλο της, χρησιμοποιήθηκε ορθά ο ακριβολογικός όρος: Αυτός ο «κάποιος άλλος» που προσλαμβάνει και εμπλέκει τον εργάτη στην διαδικασία τής παραγωγής ως ζωντανό εξάρτημα αυτής τής διαδικασίας, όπως είπαμε, λέγεται employer, θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε «ο εμπλέκων». Και ο υπάλληλος-εργάτης ονομάζεται employee, δηλαδή «ο εμπλεκόμενος».

Δηλαδή εκείνος που «έμπλεξε». Καληνύχτα μας !

Μπασὸ...

 



Saturday, January 18, 2020

Ποτέ την Κυριακή




του Κωστή Μπασογιάννη

Κι αυτή την Κυριακή τα καταστήματα λιανικής θα λειτουργήσουν. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, θα πάνε για ψώνια, φερόμενοι ως καταναλωτική μάζα, χρησιμοποιώντας με τον χειρότερο τρόπο στον κόσμο τής εργασίας. Εκμεταλλευόμενοι μια εξέλιξη, την ιστορική σημασία τής οποίας οι περισσότεροι αγνοούν πλήρως και μάλλον, έχοντας υποστεί μια τερατική κοινωνική παραμορφωτική αλλοτρίωση, δεν επιθυμούν να μάθουν. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι θα τους υπηρετούν, εισπράττοντας δυο ψίχουλα παραπάνω, που ωστόσο σε σχέση με τους μισθούς πείνας που παίρνουν δεν είναι ευκαταφρόνητα. Η ζημιά όμως που γίνεται είναι κολοσσιαία. Δεν έχει σχέση μόνο με την υπερεργασία και την μεγάλη υπεραξία που παράγει, κυρίως στις μεγάλες εταιρείες. Η αθλιότητα αυτή άπτεται ακόμη σημαντικότερων ανθρωπίνων λειτουργιών, όπως η ανάγκη τού εξασφαλισμένου χρόνου σχόλης για να συνευρεθεί μαζί το κοινωνικό σώμα και να συγκροτηθεί σε κοινότητα, είτε αυτό είναι οικογένεια, είτε ειναι οποιοδήποτε κοινωνικό σχήμα. 





Οι διάφοροι τρόποι κοινωνικής συνείδησης πλήττονται θανάσιμα με την ακύρωση της Κυριακής αργίας. Και τα καταναλωτικά υποκείμενα που λειτουργούν ως νομιμοποιητικοί καταλύτες αυτής τής τρομακτικής εξέλιξης, εργαζόμενοι κατά κανόνα και οι ίδιοι, αλλά όχι τόσο άτυχοι ακόμη, ώστε να εμπλέκονται ως θύματα αυτής τής εξέλιξης, θα εισβάλλουν στα καταστήματα με τα θορυβώδη τέκνα τους, απαιτητικοί και βιαστικοί, με το θράσος τού σύγχρονου κοινωνικά ασυνείδητου νοικοκυραίου. Πολλοί προβάλλουν το επιχείρημα ότι ούτως ή άλλως κάποιες ομάδες εργαζομένων είναι υποχρεωμένοι να εργαστούν. Κυρίως στον τομέα του τουρισμού, τής αναψυχής, των θεαμάτων και τής ασφάλειας. Είναι τόσο πονηροί, που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν ένα αναγκαίο (και μάλιστα όχι πάντα) κακό, που σε μια κοινωνία ανθρώπινη θα έπρεπε να γίνει προσπάθεια να μειωθεί στο ελάχιστο, για να δικαιολογήσουν ένα απολύτως αδικαιολόγητο κακό που προεκτείνει προς την χωρίς όρια εργασιακή αυθαιρεσία. Προς την καθολική δουλεία. Οι υπερασπιστές τής κατάργησης των αργιών, ανάλογα με το μέγεθος τής εργοδοτικής τους ξεδιαντροπιάς ή της εργατικής τους ταξικής ασυνειδησίας, την υπερασπίζονται, βαπτίζοντάς την «απαραίτητη για την οικονομική ανάνηψη τής χώρας, για την αναζωογόνηση της αγοράς και για την ανάπτυξη». 





Η λογική τού «να μην σβήνουν ποτέ οι μηχανές των εργοστασίων», κάτι που θα έδινε πακτωλούς πλεονάζουσας υπεραξίας στους κεφαλαιοκράτες, τον δέκατο ένατο αιώνα, στάθηκε αιτία για την κακοποίηση εκατομμυρίων εργατών (και μάλιστα παιδιών και γυναικών) με άγρια ωράρια μέσα στη μαύρη νύχτα, που εξόντωνε τους άτυχους εργάτες. Τεράστιος είναι ο αριθμός των νεκρών, των ανάπηρων και των ψυχικά διαταραγμένων θυμάτων αυτής τής κτηνώδους απληστίας που από τη φύση του παρουσιάζει το τελευταίο σύστημα εκμετάλλευσης, το ύστερο καπιταλιστικό απόλυμα, η οικονομική ψυχή τού πιο γελοίου και επικίνδυνου πολιτισμού που γέννησε η ανθρώπινη Ιστορία. Ο καπιταλιστής και ο έμπορος, αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτε να πουλήσουν για να ζήσουν εκτός από την εργατική τους δύναμη, σαν πράγματα, αντικείμενα που αποτελούν τμήμα τής παραγωγικής γραμμής και, αφού κοστίζουν και το κόστος τους περιλαμβάνεται στα έξοδα του ισολογισμού, πρέπει να πειθαρχήσουν ως υποζύγια ή αντικείμενα στο νόμο τής μεγιστοποίησης των κερδών. Δεν τους βλέπουν ως ανθρώπους που παράγουν αξία με την εργασια τους. Αυτό καθιστά τον ίδιο τον καπιταλιστή και τον έμπορο μια απάνθρωπη και κτηνώδη μορφή, βγαλμένη από την πιο βαθειά εξελικτική προϊστορία των ζωντανών οργανισμών αυτού του πλανήτη. 






Αυτή η κτηνωδία έφτασε στην ανώτατη ιστορική μορφή της στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα και στις αρχές του εικοστού, οπότε και η πρώτη μεγάλη σοσιαλιστική επανάσταση τής Ιστορίας που πέτυχε να καταλάβει την εξουσία στην Ρωσική αυτοκρατορία, άλλαξε τους όρους τού παιγνιδιού και ανάγκασε για πολλές δεκαετίες, για τον φόβο μιας κομμουνιστικής εξέγερσης, να υποχωρήσει το κτήνος και να δώσει στους εργάτες δικαιώματα που ούτε θα μπορούσαν να τα ονειρευτούν χωρίς τις επαναστατικές εξελίξεις που είχαν συμβεί. Οι μεγάλες στρεβλώσεις που επακολούθησαν στο θέατρο του εγχειρήματος τής πρώτης σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μαζί με τον λυσσαλέο πόλεμο τής διεθνούς κεφαλαιοκρατίας, έφεραν την πτώση των μεγαλειωδών σοσιαλιστικών εγχειρημάτων του εικοστού αιώνα, των πρώτων αλλά όχι και εσχάτων τής Ιστορίας. Και μέσα σε τριάντα μόλις χρόνια από τότε έχουμε την απόλυτη επάνοδο τού κτήνους στο προσκήνιο. Αυτό κυριάρχησε για τριάντα χρονια, πρακτικά χωρίς αντίπαλο. Και σε όλες τις χώρες που διαφέντευε οι εργαζόμενοι είδαν τη ζωή τους να ξαναφεύγει από τα χέρια τους, είδαν το εικοσιτετράωρό τους, την εβδομάδα τους να γίνεται ένα χαοτικό κάτεργο, όπου τις περισσότερες φορές δεν ξερουν ούτε το ωράριό τους, δεν ελέγχουν τις ημέρες τής εργασίας τους και χάνουν όλο και περισσότερο την δυνατότητα διαπραγμάτευσης και συνεννόησης με την εργοδοσία, αφού ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να βρεθούν άνεργοι, απλήρωτοι και χωρίς αποζημίωση. Οι εργατικές ενώσεις πεθαίνουν, αφού κανείς δεν τολμά πλέον να συνδικαλιστεί. Σ΄αυτές τις συνθήκες η εργοδοσία αποθρασύνεται και οδηγείται σε μια δίνη μαξιμαλισμού και απληστίας, από την οποία εκ φύσεως και εξ ορισμού δεν έχει καμμία διάθεση να απεμπλακεί. 

ΕΙΝΑΙ ΤΕΤΟΙΟ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΑΠΙΑΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ, ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΟΧΩΡΗΣΕΙ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΓΙ ΑΥΤΟΝ. ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΕΜΠΟΛΗΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, ΕΙΝΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑΣ ΤΕΤΟΙΑ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΔΙΧΩΣ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ. 

Σ΄αυτά τα δύο πόδια στηρίζεται το τραγικό κτήνος που διαφεντεύει αιώνες τώρα τον κόσμο.






Και για να αποποιηθεί την ευθύνη για την κτηνωδία του, ο καπιταλιστής, ο έμπορος και τα τσιράκια του, προσπαθούν να ιδεολογικοποιήσουν συστηματικά και ψευδοεπιστημονικά την κατάργηση τής Κυριακής αργίας, μιλώντας για νούμερα, τζίρους, κυκλοφορία τού χρήματος, ανάπτυξη, κοινωνική τάχα πολιτική για την εξυπηρέτηση τού εργαζόμενου καταναλωτή, που τάχα δεν έχει χρόνο να ψωνίσει μέσα στην εβδομάδα. Υποστηρίζω ότι ο συμμεριζόμενος αυτή την στρεβλή και παράλογη επιχειρηματολογία, καταναλωτής ή εργαζόμενος, παίρνει την ευθύνη μιας αντικοινωνικης και απάνθρωπης συμπεριφοράς. Και εγκληματεί κατά του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, αφού συνεισφέρει στο να κάνει τη ζωή κόλαση σε μεγάλα λαϊκά στρώματα που ήδη είναι απόλυτα επιβαρυμένα ψυχικά και σωματικά, ώστε έχουν ανάγκη την Κυριακή αργία.




Είναι κατάπτυστη η συνήθεια για κυριακάτικα ψώνια, που πάει να εγκατασταθεί . Γιατί αυτά τα λίγα ευρώ παραπάνω που πετάνε οι εταιρείες σε κάθε εργαζόμενο για να αποδιοργανώσει όλη τη ζωή του, είναι ελάχιστα μπροστά στα μεγάλα ποσά που του έχει κλέψει και εξακολουθεί να του κλέβει στο πλαίσιο τής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αλλά εγκληματεί ο υποστηρικτής τής Κυριακάτικης εργασίας και κατά του κοινωνικού συνόλου, αφού πλήττει μια άλλη ανάγκη, ακόμη υψηλότερη: Την ανάγκη τής ύπαρξης της ημέρας τής κοινής σχόλης στην κοινωνία, όπου όλοι, κατά τον τρόπο που ο καθένας επιθυμεί, ανταμώνουν με τους αγαπημένους τους, σε σπίτια, σε πλατείες, σε παραλίες, σε συλλόγους, πολιτικές συζητήσεις, σε εκκλησίες, σε γήπεδα, σε χίλιες δυο δραστηριότητες που δεν έχουν σχέση με τον βιοπορισμό, σε μια ατμόσφαιρα ολικής ανασυγκρότησης προσώπων και κοινωνίας, απολογισμού, ευθυμίας, έρωτα, προσευχής, ραστώνης, αίσθησης ότι η κοινωνία παίρνει μια ανάσα από την παραζάλη τής εβδομαδιαίας εργασιακής υπερφόρτωσης. Μιας ημέρας κατά τη διάρκεια τής οποίας η αποφόρτιση και η ανασυγκρότηση του καθενός είναι προϋπόθεση για την αποφόρτιση και ανασυγκρότηση όλων.




Λυπάμαι που είμαι υποχρεωμένος να γράψω αυτό το κείμενο, που κανονικά έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο. Ας μην τρέφουμε άλλο το τέρας που αλλοτριώνει τον άνθρωπο. Ας κρατήσουμε την Κυριακή αργία, συντηρώντας τη φλόγα της ελπίδας για μια καλύτερη κοινωνία.

Μπασὸ...