Sunday, November 25, 2018

Φιλοπατρία (ή για μια πατρίδα που να αξιζει να αγαπήσεις)

Fidel Castro Ruz


του Κωστή Μπασογιάννη


Δύο χρόνια ακριβώς κλείνουν σήμερα από την ιστορική ημέρα πού 'κλεισε για πάντα τα μάτια του ο μεγάλος ηγέτης της Κούβας Φιντέλ Κάστρο. Ο εμβληματικός ηγέτης μιας χώρας που έχει ακριβώς την ίδια έκταση και τον ίδιο πληθυσμό με την Ελλάδα. Μιας χώρας που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο μιας ιστορικής υπερδύναμης, όπως και η Ελλάδα. Μιας χώρας που αποτελούσε μέχρι και το 1959 χώρο διακοπών και άσωτης ζωής των αμερικανών αστών. Επρόκειτο για μια άθλια κατάσταση, την δικτατορία τού 
Fulgencio Batista, που είχε κάνει τους φτωχούς της νέους γκαρσόνια και διασκεδαστές των τουριστών. Των πλούσιων διεφθαρμένων τυχοδιωκτών, που ξεπλέναν εκεί τα βρώμικα χρήματά τους, τζόγαραν στις λέσχες και στα καζίνο, μεθούσαν και εγκληματούσαν, απολαμβάνοντας παράλληλα τις ερωτικές υπηρεσίες των κοριτσιών της Κούβας που τους περίμεναν στα κλαμπ και στα πορνεία της Αβάνας. Ασελγούσαν ξεδιάντροπα με κάθε τρόπο σ' ένα λαό ταλαίπωρο κι εξαντλημένο από την βάρβαρη εκμετάλλευσή του από τους γαιοκτήμονες δυνάστες του.

Αλλά το 1959 ο Φιντέλ, ο Τσε, ο Ραούλ, ο Καμίλο, ο Αρμάντο και οι άλλοι αντάρτες της επανάστασης μπήκαν στην Αβάνα. Και ο ταλαίπωρος αυτός λαός πήρε επιτέλους στα χέρια του την τύχη της χώρας του. Τα γεγονότα που οδήγησαν στο καταστροφικό εμπάργκο που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην μικρή αυτή χώρα είναι γνωστά. Και ο βασικός λόγος για τον οποίο κυνηγήθηκε τόσο πολύ η Κούβα όχι μόνο από την Αμερική αλλά και απ' όλο τον καπιταλιστικό κόσμο είναι ότι ο ηγέτης της κάποια στιγμή ανακοίνωσε τον σοσιαλιστικό προσανατολισμό της κυβέρνησής του. Μια απόφαση που δεν έμεινε μόνο στα λόγια, αλλά προχώρησε και σε άμεσα εφαρμοσμένες πολιτικές αποφάσεις και πράξεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας και της πολιτικής ζωής. Πρώτα τιμώρησε όλα τα τσιράκια του καθεστώτος Μπατίστα, που εγκλημάτησαν εναντίον του λαού της Κούβας, δολοφονώντας, και καταδικάζοντας τον πληθυσμό σε φτώχεια, αποκομίζοντας κέρδη και προνόμια. Τους τιμώρησε σκληρά και παραδειγματικά. Επρόκειτο για ένοπλη επανάσταση και όχι για «μεταπολίτευση». Που δεν φυλάκισε απλά κανένα - δυο λαμόγια, για να τους αφήσει μετά λόγω προβλημάτων υγείας. Όπως σε κάθε επανάσταση, μίλησαν και τα όπλα.  Δήμευσε τις περιουσίες τους και οι επιχειρήσεις τους, όσες δεν έκλεισαν όπως τα καζίνο και τα χαμαιτυπεία, περιήλθαν στο κράτος. Δημεύοντας τις αμερικάνικες επιχειρήσεις ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, μεταφορών και άλλων υπηρεσιών δημοσίου ενδιαφέροντος, μείωσε τις τιμές στο ρεύμα και στα ενοίκια και κατάφερε να προσφέρει δωρεάν υπηρεσίες παιδείας και υγείας. Προχώρησε στην αγροτική ανασυγκρότηση, παίρνοντας τη γη από τα χέρια των γαιοκτημόνων. Οργάνωσε τη διοίκηση και εφάρμοσε εξορθολογισμένο κεντρικό έλεγχο εισαγωγών. Αύξησε την παραγωγή ζάχαρης που, ως ειδος πρώτης ανάγκης, θα μπορούσε να αποδώσει συνάλλαγμα. Έστειλε γιατρούς και δασκάλους σε όλη την επικράτεια και εξάλειψε τις ενδημικές νόσους και τον αναλφαβητισμό. Ελαχιστοποίησε την ανεργία.




Το εμπάργκο διήρκεσε πάνω από μισό αιώνα και διαρκεί ακόμη. Και η Κούβα όλο αυτό το διάστημα κατάφερε να αντέξει. Αλλά και να μεγαλουργήσει σε πολλούς από τους βασικούς τομείς που μια αληθινή σοσιαλιστική χώρα ιεραρχεί ως πρωτεύοντες: Στην Παιδεία, στην Υγεία, στην κοινωνική οργάνωση και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Φιντέλ:
«Απόψε το βράδυ διακόσια εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο θα κοιμηθούν στο δρόμο. Κανένα απ' αυτά δεν θα είναι στην Κούβα». Ξέρετε τί θα πει εμπάργκο; Θα πει ότι κανένα ξένο πλοίο καμμιάς χώρας δεν μπορούσε να αράξει και να ξεφορτώσει ή να φορτώσει σε Κουβανικό λιμάνι, χωρίς ο πλοιοκτήτης και η χώρα του να μην υποστεί αντίποινα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα πεί ότι ο Κουβανικός λαός απαγορευόταν να εισάγει ή να εξάγει προϊόντα. Και αν δεν υπήρχε το ανατολικό μπλοκ που επί ψυχρού πολέμου απορροφούσε όλη την παραγωγή ζάχαρης από την χώρα αυτή της καραϊβικής, η Κούβα θα είχε λιμοκτονήσει. Όπως απειλήθηκε να γίνει μετά τα γεγονότα του 1989-1990, οπότε και οι ευπειθείς υπήκοοι του καπιταλισμού, δεξιοί και «αριστεροί», πανηγύριζαν την πτώση του τείχους. Η Κούβα για ευνοήτους λόγους έμεινε μεταίωρη.

Αλλά η Κούβα και πάλι άντεξε. Και δύο χρόνια πριν, στις 25 Νοέμβρίου του 2016, όταν ο λαός αυτός έχασε τον υπέργηρο πλέον ηγέτη του, κατέβηκε κατά εκατομμύρια στους δρόμους για να τον αποχαιρετήσει. Και να δώσει στους εκτός συνόρων εχθρούς τού Κουβανικού λαού, που σχεδόν είχαν προεξοφλήσει την πτώση της επανάστασης στην Κούβα με το θάνατο του Φιντέλ Κάστρο, την ειρηνική αλλά και αδυσώπητη απάντηση που τους άξιζε: «Εμείς είμαστε ο Φιντέλ»! Και κυρίως: «Patria o Muerte»! Πατρίδα ή Θάνατος!

 




Για τη στάση αυτή του Κουβανικού λαού σε όλο τον κόσμο πριν από δύο χρόνια παρατηρήσαμε όλοι διαφορετικές και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενες αντιδράσεις στον υπόλοιπο κόσμο.

Όσοι, παρά τις ενδεχόμενες επιφυλάξεις μας για κάποια επιμέρους θέματα, καταλαβαίναμε το πείραμα της Κουβανικής επανάστασης ως μια ευκαιρία για την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου που, όπως έλεγε και το γνωστό σύνθημα, ήταν εφικτός, δακρύσαμε μπροστά στην ευγνωμοσύνη ενός τέτοιου λαού για στον θρυλικό του ηγέτη. Τον οποίο δεν τον λογίζαμε ως δικτάτορα, αλλά ως ένα μεγάλο αναμορφωτή, μια πελώρια ιστορική προσωπικότητα. Θυμηθήκαμε ότι η Κούβα ήταν ίσως η μόνη νικήτρια σε ένα αδυσώπητο αγώνα που συνέβη τον προηγούμενο αιώνα μεταξύ δύο αντιθέτων τάσεων της ανθρώπινης φύσης. Αυτής του άπληστου ανταγωνιστικού κτήνους και εκείνης της ευγενούς φύσης της κοινωνίας της αλληλεγγύης. Μεταξύ της βαθειάς περιφρόνησης του πλησίον και της ζωής του μπροστά στο προσωπικό συμφέρον από τη μια και της τιμής και αγάπης, από την άλλη, για τον σύντροφο και τον συναγωνιστή της ζωής με αποτέλεσμα το μοίρασμα του ψωμιού και του κρασιού, την ισότιμη μετοχή και μέθεξη της ζωής - αυτού του θαύματος, και της υπάρξεως - αυτού του υπέρτατου προνομίου.



Che Guevara




Υπήρξαν όμως και κάποιοι, που προσέλαβαν με άλλο τρόπο το μεγαλειώδες λαϊκό ξόδι τού Φιντέλ. Πρώτα – πρώτα ένα σημαντικό μέρος των Κουβανών μεταναστών στις ΗΠΑ, πανηγύρισαν τον θάνατο του Κάστρο σαν να επρόκειτο για εθνική απελευθέρωση. Πανηγύρισαν μαζί με όλο το συντηρητικό κατεστημένο των ΗΠΑ και όλου του δυτικού καπιταλισμού. Και, βεβαίως μαζί με τους δικούς μας ανάλογους καταπιεστές, ληστές, βιαστές και διαφθορείς του λαού μας. Η συντριπτικά μεγαλύτερη μάζα των
Cubano-americanos κατοικούν στην Φλόριντα, η οποία απέχει από τις κουβανικές ακτές όσο περίπου η Αθήνα από την Κρήτη. Εκεί, καθ' όλη τη διάρκεια των επαναστατικών χρόνων κατέφευγαν οι «καταπιεσμένοι» από τον Φιντέλ. Εκεί βρίσκονται οι οικογένειες των γεωκτημόνων, των στελεχών τού καθεστώτος τού δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα, των χιλιάδων κερδοσκόπων επιχειρηματιών από τους οποίους οι επαναστάτες απέσπασαν τις επιχειρήσεις, των χιλιάδων προαγωγών, διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων, αστυνομικών, στρατιωτικών και χαφιέδων τού καθεστώτος Μπατίστα που έτρεχαν να πάρουν αεροπλάνα και βαπόρια το 1959 για να γλυτώσουν. Εκεί βρίσκονται οι αντιφρονούντες των διαφόρων κυμάτων πολιτικών προσφύγων του 1966-73, του 1979-80, και της δύσκολης για την Κούβα δεκαετίας του '90. Εκεί βρέθηκαν το 1980 οι 120.000 φυγάδες, όταν σε μια μεγαλειώδη κίνηση ο Φιντέλ ανοιξε τα σύνορα για όλους τους αντιφρονούντες και τους έστειλε στην Φλόριντα μαζί με 25.000 ποινικούς κρατουμένους. Ήμουν εκεί, στην Αμερική, όταν μεσα σε ελάχιστους μήνες από τη στιγμή που οι Αμερικανοί πανηγύριζαν την «απελευθέρωση» των θυμάτων του κομμουνισμού, συνειδητοποιούσαν το ποιόν της πλειονότητας αυτών που «απέδρασαν» από την κόλαση του Κάστρο. Το Μαϊάμι πνίγηκε στην εγκληματικότητα, η Κούβα ανακουφίστηκε από ένα βαρίδι.

Μα ποιο ήταν επιτέλους αυτό το βαρίδι; Ποιά είναι η φύση και η υφή του είδους αυτού των πολιτών ενός κράτους που δεν μπορούν να ανεχτούν μια πολιτική, σύμφωνα με την οποία δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μια πατριωτική εφαρμογή των αρχών τής αλληλεγγύης, της κατανομής των αγαθών ανάλογα με τις ανάγκες και όχι ανάλογα με τις ιδιοτροπίες του αγοραίου ανταγωνισμού, και του ορισμού των καθηκόντων ανάλογα με τις ικανότητες; Για να απαντηθεί αυτή την ερώτηση στους Έλληνες που δεν έχουν ακόμη καταλάβει περί τίνος πρόκειται, χρειάζεται να βάλουμε την φαντασία μας να δουλέψει και να υποθέσουμε ποιοί θα ήταν οι πρώτοι από τους συμπατριώτες μας που θα κατέφευγαν στο εξωτερικό στην υποθετική περίπτωση που η Αθήνα έπεφτε στα χέρια ενός Φιντέλ Κάστρο, ενός Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ενός Καμίλο Σιενφουέγκος
, ενός Χουάν Αλμέιδα Βόσκε.


Juan Almeida Bosque



Πρώτοι - πρώτοι θα έφευγαν οι γόνοι όλων των οικογενειών, όλων ανεξαιρέτως, που είχαν πλουτίσει καταληστεύοντας τον Ελληνικό λαό, από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, στην κατοχή, στην ανοικοδόμηση, στην χούντα, στην μεταπολίτευση, συνεργαζόμενοι με τις πολιτικές εξουσίες ή και εκβιάζοντάς τες με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Θα έφευγαν οι οικογένειες των πολιτικών που έλαβαν μέρος σ' αυτό το πανηγύρι, εκμεταλλευόμενοι για ίδιον όφελος το μόχθο τού απλού ανθρώπου, αφήνοντάς τον στην ανέχεια, υλική και πνευματική ή ποτίζοντάς τον βρώμικη υποκουλτούρα. Θα έφευγε ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων που αποτελούσαν όλες αυτές τις δεκαετίες τους βαστάζους αυτών των οικογενειών, όπως και πολλοί εξαρτώμενοι με διάφορους τρόπους από αυτούς λόγω ανικανότητας να υπάρξουν και να βγάλουν το ψωμί τους τίμια χωρίς να κυκλοφορούν στην διεφθαρμένη πιάτσα που τους έχει εθίσει  το υπάρχον σύστημα. Μέχρι στιγμής προσπάθησα να τα περιγράψω με ευγένεια. Αλλά από εδώ και πέρα, αυτό δεν είναι εφικτό: Ποιοι άλλοι λοιπόν θα έφευγαν; Θα έφευγαν οι φασίστες, οι νοσταλγοί της χούντας, της βασιλείας της Φρειδερίκης και του Κωνσταντίνου, οι αμετανόητοι υποστηρικτές των ταγματασφαλιτών που βρίσκονται και κατακλύζουν όλα τα δεξιά και «κεντροδεξιά» κόμματα. Οι αυτοπροβαλλόμενοι ως απολίτικοι και ακομμάτιστοι επίδοξοι κροίσοι, τα φιλόδοξα παιδάκια που τους ρωτάς τί θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν και σου απαντούν «πλούσιοι». Αλλά και οι γονείς τους, που τα ανέθρεψαν με τον τρόπο αυτό. Σαν υψηλά μωρά της μαντάμ Σουσούς. Τα πήγαν στο καράτε από μικρά, τα ορμήνεψαν ότι ο κόσμος είναι κακός, τους έμαθαν τον ανταγωνισμό «μη σε πιάσουν κορόιδο, γιέ μου». «Μη σε αγγίξει κανείς, κοράκλα μου». «Να τους πατήσετε κάτω όσους πάνε να σας ρίξουν». Και τώρα εκείνα τρέχουν να στελεχώσουν ακροδεξιές μαθητικές οργανώσεις, κρατώντας μαιάνδρους, βαδίζοντας στρατιωτικά, παίρνοντας όρκο σε πρώτη ευκαιρία να σφάξουν τα «κουμμούνια» που πρόδωσαν πάλι το έθνος. Θα πάρουν όμως των οματιών τους και όσοι εκ της συμπαθούς κάστας των εμπόρων δεν τους ενδιαφέρει να προμηθεύσουν απλώς, με κάποιο μικρό κέρδος, την κοινωνία με αγαθά που δεν θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν αυτομάτως, αλλά διψούν για εύκολο και με κάθε κοινωνικό κόστος πλουτισμό, πουλώντας βλαβερά σκουπίδια, αισθανόμενοι εντάξει με τη συνείδησή τους όταν δημιουργούν άχρηστες ανάγκες στο κοινό και συχνά εμπαίζοντας όλους μας με κάθε είδους εμπορική και διαφημιστική απάτη, για να εξασφαλίσουν την περιφραγμένη βίλλα τους. Θα έφευγαν από την Ελλάδα οι γιατροί που δεν θα συμβιβαζόταν με ένα αξιοπρεπή μισθό για το λειτούργημά τους, αλλά θα ήθελαν να κάνουν κι εκείνοι το όνειρο της περιφραγμένης βίλλας πραγματικότητα, υπερθεραπεύοντας, πουλώντας ακριβές, άχρηστες ενίοτε και επιβλαβείς θεραπείες, εμπορευόμενοι τον ανθρώπινο πόνο, ακόμη και τον θάνατο, διαπλεκόμενοι με χιλιάδων ειδών συμφέροντα. Θα έφευγαν από την Ελλάδα οι δικηγόροι και οι δικαστικοί που πλουτίζουν από το σύστημα και την ανασφάλεια που αυτό προκαλεί. Που στηρίζουν τις υπέρογκες αμοιβές τους στην εγγενή δικομανία της ανταγωνιστικής κοινωνίας αλλά και στα τεχνητά βρόχια του διχτυού της δικαστικής κάστας. Θα αποδρούσαν από την Ελλάδα τού έλληνα Κάστρο οι γεννημένοι ή εκπαιδευμένοι από κούνια ή αυτοδίδακτοι κοινωνικοί ή πολιτικοί εγκληματίες, οι δημοσιογράφοι που τους εξυπηρετούν, οι φασίστες που τους φυλάνε, οι επίσης φασίστες που τους χρησιμεύουν ως άλλοθι ή φόβητρο, ή κράχτες εθνικιστικής υστερίας, κήρυκες του πολέμου και του ρατσιστικού μίσους, που χρησιμεύει στους παραπάνω για τις περιπτώσεις ανάγκης που χάνουν την επιρροή και την εξουσία. Όλοι οι παραπάνω θα ήξεραν ότι σε μια τέτοια πολιτική κατάσταση δεν θα είχαν καμμία τύχη. Και πολλοί άλλοι θα έφευγαν, αναλόγου ποιότητος πολίτες, που δεν τους ξεχνώ, αλλά θα μας έπαιρναν δεκάδες σελίδες να τους απαριθμήσουμε.






Όλοι αυτοί που θα έφευγαν θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ότι ειναι πολύ «άριστοι» για να χαραμιστούν σε ένα σύστημα που υποστηρίζει τον «ανθρωπάκο» που δεν επιθυμεί να ανταγωνιστεί, που έχει την ψυχική και πολιτική υγεία να αρρωσταίνει και μόνο στην σκέψη ότι θα πρέπει να πατήσει τον διπλανό του για να επιβιώσει. Αλλά που προτιμά να συνεργάζεται με τους ικανούς για ένα απλό μισθό, να είναι αλληλέγγυος προς τους αδύναμους, να μην θεωρει ότι είναι ικανότερος και δικαιούται τιμών και χρυσού, αν τύχει και βρεθεί σε πλεονεκτική θέση. Να μην θεωρεί ότι πρέπει να πάρει σβάρνα όλα τα δημόσια αγαθά αν τυχαίνει να έχει ένα κλικ παραπάνω IQ, ή πονηριάς αν προτιμάτε. Όλοι αυτοί που μας καταφρονούν εμάς και τις αξίες μας συμπίπτουν ως προς την ψυχολογία με τους κατά φαντασίαν νόμπιλους, για τους οποίους είχε ειπωθεί εύστοχα κάποτε – με άλλη αφορμή – από τον Νίτσε: «Αχ, γνώρισα ευγενείς που χάσανε την υπέρτατη ελπίδα τους. Κι από τότε εσυκοφάντησαν όλες τις υπέρτατες ελπίδες».


Πράγματι. Σε κάθε νύξη που θα κάνεις σ' αυτούς τους ερίφηδες για το όνειρο του ανθρώπου για ένα καλύτερο κόσμο, θα σου απαντήσουν με περίσσια βεβαιότητα ότι η φύση τού  ανθρώπου είναι πρωτόγονη και άγρια, είναι σκληρά ανταγωνιστική. Στην καλύτερη περίπτωση, θα σου πουν ότι κι εκείνοι βεβαίως θα ήθελαν να είναι ο κόσμος πιο δίκαιος, αλλά όλα αυτά είναι ουτοπίες και όνειρα για αφελείς. Και στην χειρότερη περίπτωση θα μιλήσουν για εκφυλισμό της «υγιούς και σφριγηλής δημιουργικής αρρενωπής φύσης» σε θηλυπρεπή δουλική στάση απέναντι στους «εχθρούς». Και θα σου μιλήσουν για δεκάδες παραλλαγές κάποιων «εχθρών». Τί τεράστια ικανότητα έχουν αυτοί οι άνθρωποι στην κατασκευή «εχθρών». Μα αυτή τους η ιδιότητα είναι και εκείνη που προδίδει την αθλιότητά τους και τους ξεσκεπάζει: Όλοι οι «εχθροί» που κατασκευάζουν είναι εκπρόσωποι μιας άλλης εθνότητας, μιας άλλης θρησκείας ή αίρεσης, ενός άλλου φύλου, μιας άλλης λαϊκής κουλτούρας ή φυλής. Είναι εθνομηδενιστές μπολσεβίκοι ή αναρχικοί. Δεν είναι όμως ποτέ η άρχουσα τάξη. Δεν θα καταφερθούν ποτέ στα αφεντικά τους μέσα στη χώρα. Δεν θα αναγνωρίσουν ποτέ οι αξιολύπητοι αυτοί νάνοι τον αληθινό τους εχθρό. Αυτόν που τους έχει στη δούλεψή του και τους απομυζά κάθε ικμάδα ζωής. Θα φωνάξουν για τους «κλέφτες» πολιτικούς, αλλά ποτέ δεν θα πολεμήσουν το σύστημα που τους ανέδειξε. Γιατί ο καπιταλισμός είναι ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτοί οι κακομοίρηδες πιστεύουν και ελπίζουν ότι θα γίνουν κάποτε πλούσιοι, σαν τα αφεντικά τους. Αν δεις τη ζωή τους, είναι μια κιτς ρέπλικα κάποιου μεγαλοαστικού λαιφστάιλ, αντίγραφο του ειδώλου που έχουν στο μυαλό τους. Το στυλ μόνο διαφέρει. Για άλλους είναι Πατουλο-Ριχάρδικο ροκοκό. Για άλλους πιο λιτό, μονέρνο ή μεταμοντέρνο. Κάποιοι πάνε τα παιδιά τους στα ίδια σχολεία με τα αστικά είδωλά τους. Τα σημειώματα Sine Nobilitate δεν χρειάζονται πια, αφου η «ευγένεια» έχει γίνει
πλέον ένα εμπόρευμα και το ψώνιο έχει εξαπλωθεί τόσο στα λαϊκά στρώματα, ώστε η ταξική συνείδηση έχει χαθεί μέσα στην ομίχλη τής αυταπάτης και του καταναλωτικού ονείρου. Ο κυρίαρχος λαός δεν είναι πια ο «κυρίαρχος», αλλά πελάτης που έχει ήδη υπογράψει τόσα συμβόλαια με ακατανόητα ψιλά γράμματα, αγοράζοντας ψεύτικες ελπίδες για να γίνει αστός, πρωταθλητής, αρχιεραστής, τοπ μοντέλο, Μπάτμαν, Σούπερμαν κ.ο.κ., που τρέμει και στην ιδέα πως αν όλη αυτή η Ντίσνεϋλαντ που βλέπει γύρω του εξαφανιστεί, θα πεθάνει κι εκείνος το επόμενο δευτερόλεπτο. Και βεβαίως μέσα σ' αυτή την Ντίσνεϋλαντ βρίσκεται και το μαγικό κάστρο με τα χιλιάδες δωμάτια όπου προβάλλονται οι εθνικές ματαιοδοξίες υπεροχής, οι θρησκευτικές κενοδοξίες αγιότητος και ατομικής σωτηρίας με επουράνιο τσατσιλίκι, οι επιστημονικές αυταπάτες κοσμογνωσίας και κυριαρχίας πάνω στο σύμπαν. Αλλά και όλες οι στρεβλωμένες εικόνες της φιλοπατρίας που στηρίζονται σε φαντασιακές καταστάσεις για το παρόν, αρρωστημένες προσκολλήσεις στο πάντα ένδοξο παρελθόν και ονειροβατικές προσδοκίες για το μέλλον. Κοιτάξτε τις γλυκές συζύγους, γιούς ή κόρες των αρίστων πώς κυκλοφορούν χωμένες μέσα στα υπερτροφικά τους SUV! Δείτε παραδίπλα και τους άλλους με το μεταχειρισμένο Terios εικοσαετίας, πώς ονειρεύονται να βρεθούν στη θέση τους!





«Δαιμονοποιείς την υγιή φιλοδοξία για μια καλύτερη ζωή, το κίνητρο για κάθε οικονομική δραστηριότητα! Είσαι κατά της ανάπτυξης, της αριστείας, του υγιούς ανταγωνισμού»! Ναι, το παραδέχομαι. Η σκέψη μου δεν μπορεί παρά να απαξιώσει αυτές τις πολυδιαφημισμένες αξίες. Προσπαθώ να βρώ ποιοί θα θέλουν να φύγουν από την Ελλάδα του υποθετικού Έλληνα Κάστρο, και ποιοί τελικά θα μείνουν. Τί ποιότητας άνθρωποι θα είναι αυτοί οι πολιτικοί πρόσφυγες. Αλλά και πόσοι θα είναι. Και πόσο αυτού του είδους το ανθρώπινο μοντέλο συμβάλλει στον ανθρώπινο πολιτισμό, στην εξέλιξη του είδους μας, στην διαχρονική προσπάθεια για μια αυθεντικά ανθρώπινη κοινωνία. Ειλικρινά ερευνώ να δώ τα πιθανά χαΐρια τους. Και μόνο πόνο, μίσος, αδικία και πόλεμο βλέπω. Μπορεί να άρχισε ο συλλογισμός μου από τον Κάστρο, αλλά δυστυχώς οδηγήθηκα μοιραία στην απογοητευτική εικόνα μιας χώρας ίσης με την Κούβα σε πληθυσμό και έκταση αλλά τόσο θλιβερής και παρηκμασμένης, παρά τον ασύγκριτα μεγαλύτερο πλούτο της όσον αφορά τις πρώτες ύλες και την αγροτική παραγωγή. Και ψάχνω να βρώ ποιό μοντέλο ανθρώπου έχει επικρατήσει σε κάθε μία απ αυτές.


Ο Κάστρο, λοιπόν, ο Κουβανός Κάστρο, για εκείνους που πανηγύρισαν το θάνατό του, ελπίζοντας στην πτώση της επανάστασης στην Κούβα, ήταν απλά «ένας στυγνός και απεχθής δικτάτορας», κατά τα λόγια του Ντόναλντ Τραμπ. Και με την άποψη αυτή συμφωνούν όλοι οι τάχα φιλοπάτριδες δεξιούληδες ή κρυπτοδεξιούληδες ή χριστιανοειδείς αντιαριστερούληδες ή και δηλώνοντες αριστερούληδες καπιταλιστές και φιλοκαπιταλιστές της Ελλάδας. Όχι γιατί πιστεύουν στην ελευθερία. Αλλά γιατί γνωρίζουν και εκμεταλλεύονται ένα πολιτικό παράδοξο της σύγχρονης ιστορίας, που θέλει την ελευθερία που υποτίθεται ότι κατάκτησε ο άνθρωπος με το διαφωτισμό και τη Γαλλική επανάσταση να είναι μια καταστροφική πυρκαγιά. Όπου ο κεφαλαιοκράτης είναι η φωτιά και ο εργαζόμενος λαός και η μητέρα γη είναι η καύσιμη ύλη. Οι ζωές γεννεών συγχρόνων δούλων καταναλώνονται μέσα σε φρικτές και αβίωτες συνθήκες, τις οποίες μάλιστα οι περισσότεροι τις έχουν συνηθίσει, πάνω σ' ένα πλανήτη που μεταβάλλεται σε οικολογικό ερείπιο, για να χαρούν τη ζωούλα τους κάποιοι βρυκόλακες. Εκείνοι που βλέπουμε να μας εξουσιάζουν και να απομυζούν κάθε ψυχική και σωματική μας ικμάδα. Κάνοντας και πολέμους όταν χρειαστεί για να εδραιώσουν την δυναστεία τους. Και αυτή η σκλαβιά της πλειονότητας από την μειονότητα των βρυκολάκων, αυτό το ολοκαύτωμα των σκλάβων από τη φωτιά των αφεντάδων κατά τους τελευταίους απαγορεύεται να σταματήσει, αφού αυτό θα κατέλυε τη ελευθερία των αφεντάδων. Θα έσβηνε την ιερή φωτιά τους. …..«Καείτε, λοιπόν, σαν τα κούτσουρα, φτωχοί για να μην καταλύσουμε την ελευθερία της φωτιάς που σας καίει». Οι μόνοι που μέχρι στιγμής έδωσαν κάποια λύση σ' αυτο το καταστροφικό ιστορικό παράδοξο ήταν ο Ιωσήφ Στάλιν και, με αρκετά περισσότερη πολιτική επιδεξιότητα, ο Φιντέλ.


Αλλά για τον κόσμο που τίμησε με την παρουσία του τη κηδεία του κομαντάντε, εκείνος ο μεγάλος νεκρός ήταν ένας φίλος, ήταν ο ίδιος τους ο εαυτός. Και ορκίστηκαν εκεί μπροστά στη στάχτη του που περνούσε: Είμαστε εμείς ο Φιντέλ! «Patria o muerte». 






Ο Πατριωτισμός. Πόσο περήφανος θα ήμουν αν κρατούσα εκείνη τη σημαία με το αστέρι!  Κι ας φώναζαν από τις ακτές της Φλόριντα οι βρυκόλακες!
Πόσο ευτυχισμένος θα ήμουν άν η αγαπημένη γαλανόλευκη συμβόλιζε μια τέτοιου ειδους ποιότητα! Πόσο λυπημένος είμαι που την γαλάζια σημαία με το λατρεμένο μου σταυρό την κρατούν οι φασίστες, καπιταλιστές, επίδοξοι ή εκκολαπτόμενοι καπιταλιστές, ή πρόθυμοι δούλοι τους, Χριστιανοί που άφησαν το Χριστό και υπηρετούν και σεγκοντάρουν εθνικισμούς και αφεντάδες! Τους δικούς μας βρυκόλακες. Πόσο θλιβερό είναι αυτοί οι κανάγιες να στρατολογούν τη νεολαία, σε ένα ανεπανάληπτο παιδομάζωμα όπου καμμία κοινωνική προβληματική δεν αναπτύσσεται παρά μόνο οι τεχνικές προσωπικού πλουτισμού και φιλοτομαρισμού, ατομικής ανάδειξης σε μια παλαίστρα ζωής ή θανάτου όπου ο χαμένος απλά πεθαίνει και ο νικητής απλώς παίρνει παράταση ζωής! Και μια απολύτως ισοπεδωμένη ψευδής φιλοπαρτία, που στηρίζεται σε ένα εθνικιστικό ναρκισσισμό. Που δεν αποβλέπει σε κοινότητα, αλλά σε μια μαζική, αυτοφαγική, αγελαία και συγκυριακή συνεργεία συμφερόντων... Πώς να αγαπήσεις ξανά μια τέτοια πατρίδα, ένα τέτοιο κολοσσαίο; Πώς να ξανακρατήσεις μια τέτοια σημαία;...






Αλλά, ας συνέλθω. Το συμπέρασμα είναι σαφές: Ο πατριωτισμός έχει ως προαπαιτούμενο την ύπαρξη τρόπου λειτουργίας ενός πολιτισμού που να τον δικαιολογεί. Έχει ως προϋπόθεση ένα πολιτισμό συγκεκριμένης ποιότητας. Και μια ελάχιστη νοημοσύνη, ένα ελάχιστο Κοινό Λόγο, που καταλαβαίνει τουλάχιστον το αυτονόητο: ότι καλύτερα να καταπιεστεί η ελευθερία της αστικής μειοψηφίας για χάρη της ελευθερίας τού Λαού, παρά το αντίθετο. Παραπάνω απαριθμήσαμε μια πλειάδα χαρακτήρων και προσωπικοτήτων που θα έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς αν έστω και ατελώς γινόταν μια προσπάθεια να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη στην Ελλάδα. Η Ελλάδα θα άδειαζε ενδεχομένως κατά το ένα τρίτο. Η Κούβα έχασε μόλις ενάμισι από τα δέκα της εκατομμύρια. Πού ξέρεις; μπορεί και τρία εκατομμύρια να έφευγαν από την Ελλάδα. Είναι βέβαιο ότι είμαστε πιο διεφθαρμένοι από την Κούβα του Μπατίστα.

Αλλά τί ποιότητα ανθρώπων θα ήταν αυτη η διαρροή; Άν όλους αυτούς που προαναφέραμε τους ρωτούσαμε, θα μας έλεγαν μάλλον ότι αγαπούν την πατρίδα τους, αλλά είναι και περήφανοι ότι είναι Ευρωπαίοι (πολίτες αυτής της Ευρώπης ακριβώς που βιώσαμε τελευταία και νοιώσαμε την κτηνώδη και πονηρή βία της). Κάποιοι άλλοι θα μας έλεγαν απλά ότι η Μακεδονία είναι Ελληνική, ότι πρέπει να κάνουμε πόλεμο με τα Σκόπια, την Αλβανία και την Τουρκία. Βέβαιοι ότι θα κερδίσουμε, θα εξοντώσουμε τους αντιπάλους μας και όλα τα εθνικά μας δίκαια θα ικανοποίηθούν. Αλλά και ότι δεν είμαστε τρελοί να κάνουμε επανάσταση και να καταντήσουμε όπως η Κούβα και η Βενεζουέλα. Δεν είπαμε ότι όλοι αυτοί τον μόνο εχθρό που δεν αντιλαμβάνονται ως τέτοιο, είναι το αγαπημένο τους καπιταλιστικό σύστημα, τον πραγματικό τους αφέντη; Άλλωστε ο Παΐσιος είπε ότι σε λίγα τέρμινα ο Πούτιν θα μας χαρίσει την Κωνσταντινούπολη. Θα μας έλεγαν κάποιοι επίσης ότι για όλα τα δεινά που μας βρίσκουν απλώς φταίει ο ο Κίσσινγερ, ο Σόρος, το άστρο του Δαυίδ, ο Ρουβίκωνας, οι παπάδες του διαθρησκευτικού διαλόγου, οι εθνομηδενιστές αριστεροί, ο Ιωσήφ Στάλιν και οι αεροπορικοί ψεκασμοί!



 Πώς να αγαπήσεις ξανά μια τέτοια πατρίδα; Πώς να ξανακρατήσεις μια τέτοια σημαία... Μόνο αν κάποια στιγμή κάποιοι νέοι που τους έλεγαν αλήτες  μπούν με σχέδιο στην Αθήνα και αναποδογυρίσουν τα τραπέζια του τζόγου, όπως οι επαναστάτες το 1959 στο Hotel Sevilla στην Αβάνα , και μόνο αν κάποιοι κυνηγήσουν πάλι με το φραγγέλιο τους εμπόρους του Ναού, παίρνοντας απροκάλυπτα τη θέση τού απλού λαού, Hasta la victoria siempre! Όποια σημαία κι αν εκείνοι κρατούν, θα την κρατήσω κι εγώ. Τότε μόνο θα αξίζει να σταυρωθείς. Για την αληθινή Πατρίδα.

Bassὸ...

__________________________



No comments:

Post a Comment